Πάγους

Πάγους
Πάγος
that which is fixed
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάγους — πάγος that which is fixed masc acc pl πά̱γους , πᾶγος pagus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρεντς, Βίλεμ — (Willem Barents, 1550 – 1597;). Ολλανδός θαλασσοπόρος, γνωστός κυρίως για τις απόπειρές του να διασχίσει την προς ΒΑ δίοδο. Το 1594 95, ενώ προσπαθούσε να φτάσει στην Κίνα πλέοντας κατά μήκος των βόρειων ακτών της Ευρασίας, έφτασε στη Νόβαγια… …   Dictionary of Greek

  • Νάνσεν, Φρίτγιοφ — (Fridtjof Nansen, Στόρε Φρέεν, Όσλο 1861 – Λίσακερ 1930). Νορβηγός εξερευνητής και επιστήμονας. Έπειτα από ένα ταξίδι το 1881 στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, το 1888 διέσχισε τη Γροινλανδία, σκεπασμένη τελείως από πάγους και άγνωστη τότε σε όλους,… …   Dictionary of Greek

  • Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • PAGARCHI — Graece Παγάρχοι, in Novellis aliquoties appellantur, Pagorum Praepositi. Vide etiam Iustin. in Edicto 13. et in l. C. de suscept. l. 19. etc. Dicebatur autem vetustissimis Romanorum Pagus, pars seu portio agri Romani, tribui alicui assignata; in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”